Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τοῖς λεγομένοις

См. также в других словарях:

  • Ὥστε οὐχ ὁρῶ τι χρήσιμον ἔνεστι, τοῖς ὀψὲ δὴ τούτοις ἀλεῖν λεγομένοις μύλοις τῶν θεῶν. — ὥστε οὐχ ὁρῶ τι χρήσιμον ἔνεστι, τοῖς ὀψὲ δὴ τούτοις ἀλεῖν λεγομένοις μύλοις τῶν θεῶν. См. Бог долго ждет, да больно бьет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • FAMOSUS — apud Iul. Capitolin in Pio, Sed Repentinus famoso percussus est, quod per concubinam Principis ad praefecturam venisset: absolute pro famoso libello, in Repentinum composito. Sic Graecis Latinâ voce Φάμωσα. Incertus Auctor apud Suid. in voce… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιχρέμπτομαι — ἐπιχρέμπτομαι (Α) αποδοκιμάζω φτύνοντας με αηδία («ἐπιχρέμπτου τοῑς λεγομένοις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρέμπτομαι «φτύνω, βγάζω φλέγματα»] …   Dictionary of Greek

  • προσπλέκω — ΜΑ πλέκω, συμπλέκω κάτι με κάτι άλλο μσν. παθ. προσπλέκομαι α) (για φίδια) ζευγαρώνω β) προσκολλώμαι σε κάτι αρχ. 1. αναμιγνύω κάτι με ένα φαρμακευτικό παρασκεύσμα 2. παθ. α) εμπλέκομαι σε κάτι («μυθώδη τινὰ προσπλέκεται τοῑς λεγομένοις», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • σαίνω — ΝΑ 1. (ιδίως για σκύλους) κουνώ την ουρά ως εκδήλωση αγάπης προς κάποιον 2. μτφ. φέρομαι θωπευτικά, περιποιούμαι κάποιον αρχ. 1. χαιρετίζω («παιδός με σαίνει φθόγγος», Σοφ.) 2. χαροποιώ, ιδίως με ελπίδες («τὰ λεγόμενα... σαίνει τὴν ψυχήν»,… …   Dictionary of Greek

  • συγκατανεύω — ΝΜΑ [κατανεύω] συμφωνώ σε κάτι, συναινώ, συγκατατίθεμαι (α. «συγκατανεύει σε καθετί που τού λένε» β. «συγκατένευσε τοῑς λεγομένοις», Πολ.) αρχ. παρέχω συγχρόνως, παραχωρώ ταυτοχρόνως …   Dictionary of Greek

  • τηνικάδε — Α επίρρ. 1. τότε ακριβώς («τηνικάδε πιστεύσαντες τοῑς λεγομένοις παρέδοσαν τήν πόλιν», Πολ.) 2. τέτοια ώρα, τόσο νωρίς («τί τηνικάδε ἀφῑξαι, ὦ Κρίτων, ἤ οὐ πρῴ ἔτι ἐστίν;» Πλάτ.) 3. τέτοια ώρα ή τέτοια εποχή (α. «αὔριον τηνικάδε», Αιλ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ψεφάσθαι — Α [ψέφας] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μεταμελεῑσθαι καὶ οἷον σκότος περιτιθέναι τοῑς λεγομένοις» …   Dictionary of Greek

  • BARBARIA — Africae quam in quatuor partes Neoterici scriptores distinguunt, pars praecipua et prima est. Ab ortu habet Marmaricae (quae hodie Barcha dicitur) deserta, ad montis usque Atlantis partem Meies appellatam, quae pars a Strabone forte sub nomine… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NOE — Latine tessatio, vel requies. Unde Hesychius: Νῶε, ἀνάπαυσις, (ideoque ridicule Suidas: Νῶε, ὄνομα κύριον, παρὰ τὸ νῶ, τὸ κολυμβῶ, scil. quod in arca inclusus, in mediis aquis antârit) fil. Lamech, natua A. M. 1057. vir Deo gratus, quem, cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • бог долго ждет, да больно бьет — Ср. Бог простит, а суд не простит. Нет, не говори: и Бог не простит; Бог долю терпит, да больно бьет... Даль. Новые картины русского быта. 18, 3. Ср. Gottes Mühlen mahlen langsam, mahlen aber trefflich klein Ob aus Langmuth er sich säumet, bringt …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»